γεροντοπαλίκαρο

γεροντοπαλίκαρο
γεροντοπαλλήκαρο τό старый холостяк

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γεροντοπαλίκαρο" в других словарях:

  • γεροντοπαλίκαρο — το άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε άγαμος: Φοβόταν τις δεσμεύσεις και έμεινε γεροντοπαλίκαρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κόνγκριβ, Γουίλιαμ — (William Congreve, Μπάρντσι, Γιορκσάιρ 1670 – Μπαθ 1729). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας και λογοτέχνης. Σπούδασε στην Ιρλανδία μαζί με τον Τζόναθαν Σουίφτ και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία και στο θέατρο. Ύστερα από δύο κωμωδίες, Το γεροντοπαλίκαρο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»